σαμπό


σαμπό
Προφορά

Ετυμολογία
σαμπό └γαλλ┘ sabot

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σαμπό

✦ ξύλινο πέδιλο, τσόκαρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.