σαμποτέρ


σαμποτέρ
Προφορά

Ετυμολογία
σαμποτέρ └γαλλ┘ saboteur

Ερμηνεία
σαμποτέρ

✦ άκλ. ουσ. αυτός που κάνει σαμποτάζ, δολιοφθορέας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.