σαμοβάρι


σαμοβάρι
Προφορά

Ετυμολογία
σαμοβάρι ρωσ. samo-var (= που βράζει μόνο του)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σαμοβάρι

✦ μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιούν στη Ρωσία για το βράσιμο του τσαγιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.