σαλιγκάρι


σαλιγκάρι
Προφορά

Ετυμολογία
σαλιγκάρι υποκορ. του όψιμου μεσαιωνική ελληνική σαλίγκας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σαλιγκάρι

✦ το οστρακόδερμο μαλάκιο κοχλίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.