σαλιαρίστρα


σαλιαρίστρα
Προφορά

Ετυμολογία
σαλιαρίστρα σαλιαρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαλιαρίστρα

✦ βλ. σαλιάρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.