σαλιάρα


σαλιάρα
Προφορά

Ετυμολογία
σαλιάρα └θηλ┘ του επιθέτου σαλιάρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαλιάρα

✦ ύφασμα που δένεται στο λαιμό των μωρών, όταν τρώνε, για να μην λερώνονται
✦ είδος ψαριού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.