σαλεύω


σαλεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σαλεύω αρχαία ελληνική σαλεύω

Ερμηνεία
ρήμα σαλεύω

✦ κινώ, σείω
✦ (αμτβ.) κινούμαι, σείομαι, ταλαντεύομαι, αλλάζω θέση, μετακινούμαι κατά τι: κανένα φύλλο δε σάλευε, καμιά κίνηση δεν τάραζε τη βαριά γαλήνη του κήπου (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.