σαλβάρι


σαλβάρι
Προφορά

Ετυμολογία
σαλβάρι └τουρκ┘salvar

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σαλβάρι

✦ φαρδύ πανταλόνι, είδος βράκας που φορούν χωρικοί και ορισμένοι ασιατικοί λαοί: βλέπω στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου μια περίεργη ανάμιξη από σαρίκια, σαλβάρια… που αλλοίωσαν την αρχική σύσταση της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.