σαλάτα
Προφορά
Ετυμολογία
σαλάτα └ιταλ┘insalata (= αλατισμένη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σαλάτα
✦ ωμά ή βρασμένα λαχανικά ή άλλα τρόφιμα καρυκευμένα με λάδι, αλάτι, λεμόνι ή ξίδι ως συμπληρωματικά στο κύριο φαγητό
✦ φρ. τα ‘κανε σαλάτα, τα ανακάτωσε ώστε να είναι δύσκολη η τακτοποίηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–