σακχαροειδής


σακχαροειδής
Προφορά

Ετυμολογία
σακχαροειδής σάκχαρον + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σακχαροειδής -ής, -ές

✦ ο όμοιος στην όψη ή στη γεύση με ζάχαρο
✦ που έχει τη χημική σύνθεση και τις ιδιότητες της ζάχαρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.