σακχαρισμός


σακχαρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
σακχαρισμός σάκχαρις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σακχαρισμός

✦ ονομ. διαφόρων παθολογικών καταστάσεων που οφείλονται στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ζάχαρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.