σακοράφα


σακοράφα
Προφορά

Ετυμολογία
σακοράφα μεγεθ. του μεσαιωνική ελληνική σακκο-ράφιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σακοράφα

✦ μεγάλη βελόνα κατάλληλη για το ράψιμο σάκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.