σαβανωτής


σαβανωτής
Προφορά

Ετυμολογία
σαβανωτής σαβανώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαβανωτής

✦ θηλ. σαβανώτρα, σαβανώτρια άτομο ειδικευμένο στο σαβάνωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.