σίφουνας


σίφουνας
Προφορά

Ετυμολογία
σίφουνας αρχαία ελληνική σίφων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σίφουνας

✦ ανεμοστρόβιλος
(μτφ. ) καθετί ή καθένας που κινείται με ακάθεκτη ορμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.