σίγουρος
Προφορά
Ετυμολογία
σίγουρος μεσαιωνική ελληνική σίγουρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σίγουρος -η, -ο
✦ βέβαιος, ασφαλής: σίγουρη επιτυχία
✦ σταθερός, ακίνδυνος: σίγουρη θέση, δουλειά
✦ φρ. στα σίγουρα, οπωσδήποτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμφίβολος
Επιρρήματα
–