σήψη


σήψη
Προφορά

Ετυμολογία
σήψη αρχαία ελληνική σῆψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σήψη

✦ αποσύνθεση οργανικής ουσίας, σάπισμα
(μτφ. ) ηθική διαφθορά, έκλυση |(ιατρ.) νέκρωση και αποσύνθεση των ιστών του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.