σήκωμα
Προφορά
Ετυμολογία
σήκωμα σηκώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σήκωμα
✦ έγερση, ανύψωση
✦ χτίσιμο
✦ μεταφορά βάρους
✦ ανάληψη ή δανεισμός χρημάτων
✦ ανάρρωση
✦ ξύπνημα
✦ κηδεία
✦ παρακίνηση σε επανάσταση, ξεσηκωμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–