σέσουλα
Προφορά
Ετυμολογία
σέσουλα └ιταλ┘sessola
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σέσουλα
✦ σκαφίδι για το άδειασμα των νερών από βάρκα
✦ μικρό κοίλο φτυαράκι που χρησιμοποιούν οι παντοπώλες
✦ φρ. με τη σέσουλα, σε μεγάλη ποσότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–