σέπαλο


σέπαλο
Προφορά

Ετυμολογία
σέπαλο └γαλλ┘ sépale, από συμφυρμό των séparer και pétale

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σέπαλο

✦ (βοταν.) καθένα από τα φυλλάρια που σχηματίζουν τον κάλυκα του άνθους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.