σέκτα


σέκτα
Προφορά

Ετυμολογία
σέκτα └λατιν┘ secta

Ερμηνεία
σέκτα

✦ οργανωμένη ομάδα προσώπων, στους κόλπους μιας θρησκείας, που έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις: η σέκτα διαφέρει από την αίρεση, η οποία διαφοροποιείται δογματικά και από το σχίσμα που διαφοροποιείται διοικητικά από την Εκκλησία
✦ (πολιτ.) πολιτική μερίδα κόμματος με δογματικές αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.