σέκος


σέκος
Προφορά

Ετυμολογία
σέκος └ιταλ┘secco (= ξηρός)

Ερμηνεία
επίθετο┘ σέκος

✦ ξερός· (στη φρ.) έμεινε σέκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.