σάτυρος


σάτυρος
Προφορά

Ετυμολογία
σάτυρος αρχαία ελληνική Σάτυρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σάτυρος

✦ άνθρωπος λάγνος, ασελγής, που έχει τις συνήθειες των αρχαίων Σατύρων (ζωωδών πλασμάτων που συνόδευαν τον Διόνυσο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.