σάρκωμα


σάρκωμα
Προφορά

Ετυμολογία
σάρκωμα μεταγενέστερη ελληνική σάρκωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σάρκωμα

✦ όγκος συγγενής προς τον καρκίνο
✦ (ζωγρ.) τα γυμνά μέρη εικονιζόμενου σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.