σάλιο


σάλιο
Προφορά

Ετυμολογία
σάλιο μεσαιωνική ελληνική σάλιο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σάλιο

✦ υδαρές και ιξώδες υγρό που εκκρίνεται στο στόμα, ο σίελος
✦ στον πληθ. σάλια, φλυαρίες, σαλιαρίσματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.