σάκος
Προφορά
Ετυμολογία
σάκος αρχαία ελληνική σάκκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σάκος
✦ μεγάλος θύλακος από ύφασμα, δέρμα ή πλαστικό, ανοιχτός στο πάνω μέρος, για τη φύλαξη ή μεταφορά πραγμάτων, σακί, τσουβάλι
✦ το περιεχόμενο ενός σακιού
✦ (στρατιωτ.) γυλιός
✦ (εκκλησ.) βαρύτιμο αρχιερατικό άμφιο
✦ σακάκι χωρικού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–