ρώμη


ρώμη
Προφορά

Ετυμολογία
ρώμη αρχαία ελληνική ῥώμη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρώμη

✦ σωματική δύναμη, ευρωστία
(μτφ. ) δύναμη ψυχής, θάρρος

Συνώνυμα
αλκή
Αντίθετα
αδυναμία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.