ρύπανση
Προφορά
Ετυμολογία
ρύπανση μεταγενέστερη ελληνική ῥύπανσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρύπανση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυπαίνω
✦ (ειδ.) ατμοσφαιρική ρύπανση, η παρουσία στην ατμόσφαιρα αερίων, κόκκων στερεών ουσιών κτλ. από τη βιομηχανική δραστηριότητα, την κίνηση των αυτοκινήτων κτλ., σε ποσότητες τέτοιες που γίνονται βλαπτικές για τον άνθρωπο, και γεν. για το περιβάλλον
✦ ρύπανση του περιβάλλοντος, εισαγωγή ή διασπορά στο περιβάλλον ουσιών ή ενέργειας σε ποσότητες τέτοιες που είναι αδύνατο να αφομοιωθούν ή εξουδετερωθούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–