ρύμη


ρύμη
Προφορά

Ετυμολογία
ρύμη αρχαία ελληνική ῥύμη (=ορμή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρύμη

✦ ορμή, φορά
✦ φρ. εν τη ρύμη του λόγου, απάνω στη φόρα της κουβέντας
✦ στενός δρόμος, σοκάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.