ρύθμιση
Προφορά
Ετυμολογία
ρύθμιση μεσαιωνική ελληνική ρύθμισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρύθμιση
✦ (τεχνολ.) ενέργεια ή εργασία που γίνεται, για να λειτουργεί μια μηχανή, συσκευή ή όργανο σωστά, και να παράγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα
✦ (για ήχο) συντονισμός μηχανημάτων και οργάνων για την παραγωγή σωστού ήχου
✦ (μτφ. ) διευθέτηση, τακτοποίηση ζητήματος ή καταστάσεως: ρύθμιση των χρεών των αγροτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–