ρόχθος


ρόχθος
Προφορά

Ετυμολογία
ρόχθος μεταγενέστερη ελληνική ῥόχθος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρόχθος

✦ πάταγος κυμάτων ή νερών καταρράχτη: ακούω το ρόχθο που κάνουν… τα κύματα (Οδ. Ελύτης) ούτε ο ρόχθος με φοβίζει, ούτε η βοή γιατί στο νάμα λούομαι κι αναδύομαι (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.