ρωτώ


ρωτώ
Προφορά

Ετυμολογία
ρωτώ αρχαία ελληνική ἐρωτῶ, συγγεν. με το ἔρομαι (= ζητώ να μάθω)

Ερμηνεία
ρωτώ

✦ -άς, -ά κ. ρωτώ ρ. απευθύνω το λόγο ζητώντας να πληροφορηθώ κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποκρίνομαι, απαντώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.