ρωτακισμός


ρωτακισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ρωτακισμός ρωτακίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρωτακισμός

✦ τροπή φθόγγου σε ρ
✦ διαταραχή του λόγου που χαρακτηρίζεται από τραυλισμό του φθόγγου ρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.