ρυτίδα
Προφορά
Ετυμολογία
ρυτίδα αρχαία ελληνική ῥυτίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρυτίδα
✦ πτυχή σε μια επιφάνεια, ζάρα, ιδ. του δέρματος: σαν ένα πρόσωπο που ζύγωσε και φαίνονται οι ρυτίδες του (Κ. Στεργιόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–