ρυμουλκώ


ρυμουλκώ
Προφορά

Ετυμολογία
ρυμουλκώ μεταγενέστερη ελληνική ῥυμουλκέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ρυμουλκώ -είς, -εί

✦ (για πλοίο ή όχημα) σέρνω πλοίο ή όχημα που είναι δεμένο πίσω μου
(μτφ. ) παρασύρω, άγω και φέρω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.