ρυθμός


ρυθμός
Προφορά

Ετυμολογία
ρυθμός αρχαία ελληνική ῥυθμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρυθμός

✦ η διαδοχή κινήσεων κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα
✦ (στη μουσική και την ποίηση) εναλλαγή φθόγγων ή ήχων σε κανονική τάξη
✦ (στις πλαστικές τέχνες) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας έργου ή σχολής, το στιλ: νεοκλασικός – γοτθικός – βυζαντινός ρυθμός
✦ η αναλογία και συμμετρία των μερών ενός συνόλου ώστε να είναι αρμονικό
✦ (γεν.) τάξη, ευρυθμία

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρρυθμία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.