ρυθμιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ρυθμιστικός μεταγενέστερη ελληνική ῥυθμιστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρυθμιστικός -ή, -ό
✦ που ανάγεται στη ρύθμιση
✦ που συντελεί στη ρύθμιση
✦ (πολεοδ.) ρυθμιστικό σχέδιο, το σχέδιο με το οποίο διαρρυθμίζεται μια συνοικία ή πόλη για να εξυπηρετεί τις μελλοντικές ανάγκες των κατοίκων της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–