ρυθμιστής
Προφορά
Ετυμολογία
ρυθμιστής μεταγενέστερη ελληνική ῥυθμιστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρυθμιστής
✦ αυτός που ρυθμίζει, που κανονίζει τη λειτουργία ενός μηχανισμού, μιας ενέργειας ή ενός συνόλου δραστηριοτήτων: ρυθμιστής του πολιτεύματος (ο ανώτατος άρχοντας)
✦ (τεχνολ.) διάταξη που διατηρεί στο επιθυμητό επίπεδο ένα μέγεθος μηχανικής ή άλλης λειτουργίας (π.χ. ταχύτητας, τάσης, συχνότητας, πίεσης κτλ.)
✦ αυτός που διευθετεί κάτι: ρυθμιστής των πάντων
✦ αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, ενέργειας ή ενός συνόλου δραστηριοτήτων: το Κομουνιστικό Κόμμα γίνεται ρυθμιστής της πολιτικής κατάστασης, αφού απ’ τις δικές του ψήφους εξαρτάται το αποτέλεσμα της προεδρικής εκλογής (Μ.Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–