ρυθμικός


ρυθμικός
Προφορά

Ετυμολογία
ρυθμικός αρχαία ελληνική ῥυθμικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρυθμικός -ή, -ό

✦ που γίνεται με ρυθμό
✦ θηλ. ρυθμική ως ουσ., η τονική στιχουργία σε αντιδιαστολή προς την προσωδιακή
✦ είδος γυμναστικής με βάση τον μουσικό ρυθμό

Συνώνυμα

Αντίθετα
άρρυθμος
Επιρρήματα
ρυθμικά (Κ ρυθμικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.