ρυθμίζω


ρυθμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ρυθμίζω αρχαία ελληνική ῥυθμίζω

Ερμηνεία
ρήμα ρυθμίζω

✦ κάνω κάτι να κινείται ή να λειτουργεί ρυθμικά κ. σωστά, τακτοποιώ, ρεγουλάρω
✦ (για ήχο) ελέγχω και συντονίζω μηχανήματα και όργανα, ώστε να παράγεται ο σωστός ήχος
(μτφ. ) διευθετώ ένα ζήτημα ή μια κατάσταση, δίνω λύση θεσπίζοντας νόμους ή επιβάλλοντας κανόνες: με το νέο νόμο ρυθμίζονται συνταξιοδοτικά θέματα το ωράριο των καταστημάτων ρυθμίστηκε με απόφαση του υπουργού

Συνώνυμα

Αντίθετα
απορυθμίζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.