ρυάκι


ρυάκι
Προφορά

Ετυμολογία
ρυάκι μεταγενέστερη ελληνική ῥυάκιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ῥύαξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρυάκι

✦ μικρό ρέμα νερού
(μτφ. ) κάθε μικρού πλάτους ροή υγρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.