ρούχο
Προφορά
Ετυμολογία
ρούχο μεσαιωνική ελληνική ροῦχον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρούχο
✦ κάθε είδος υφάσματος
✦ κάθε είδος ενδύματος
✦ πληθ. ρούχα, η εξωτερική ενδυμασία, φορεσιά
✦ φρ. έχει τα ρούχα της, (για γυναίκες) έχει περίοδο, εμμηνορροεί – σκίζει τα ρούχα του, διαμαρτύρεται έντονα – τρώγεται με τα ρούχα του, γκρινιάζει συνεχώς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–