ρούσος


ρούσος
Προφορά

Ετυμολογία
ρούσος μεταγενέστερη ελληνική ῥούσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρούσος -α, -ο

✦ κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος: μιας χήρας θυγατέρα, μια ρούσα, μια ξανθή (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.