ρουχικό


ρουχικό
Προφορά

Ετυμολογία
ρουχικό ρούχο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρουχικό

✦ καθετί που χρησιμεύει ως ένδυμα
✦ πληθ. ρουχικά, ρουχισμός: πουλάει όλο πανικά και ρουχικά (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.