ρουφώ
Προφορά
Ετυμολογία
ρουφώ μεσαιωνική ελληνική ρουφῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ρουφώ -άς, -ά
✦ πίνω με βαθιά και ηχηρή εισπνοή
✦ απορροφώ
✦ εισπνέω βαθιά με ευχαρίστηση: ρούφηξε τον καθαρό αέρα – ρουφάει τον καπνό
✦ (μτφ. ) διαβάζω, μελετώ κάτι με μεγάλο ενδιαφέρον: το ρούφηξα το άρθρο
✦ φρ. ρουφώ τα λόγια κάποιου, τον ακούω προσεκτικά: η μάζα βουβή, ακίνητη ρουφούσε τη φωνή του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) εξαντλώ οργανικά ή οικονομικά: τον ρούφηξε η μικρή
✦ μτχ. παθ. πρκμ. ρουφηγμένος, -η, -ο ως επίθ., αδυνατισμένος, εξασθενημένος, άτονος: ρουφηγμένα μάτια-μάγουλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–