ρουφηξιά
Προφορά
Ετυμολογία
ρουφηξιά ρουφώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρουφηξιά
✦ ρούφηγμα
✦ η ποσότητα υγρού που ρουφά κανείς κάθε φορά: έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές (Διδώ Σωτηρίου)
✦ φρ. με μια ρουφηξιά, μονορούφι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–