ρουφήχτρα


ρουφήχτρα
Προφορά

Ετυμολογία
ρουφήχτρα ρουφώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρουφήχτρα

✦ περιστροφή του νερού σε θάλασσα ή ποταμό, δίνη
(μτφ. ) γυναίκα που κατεξαντλεί σωματικά ή οικονομικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.