ρουτινιέρης
Προφορά
Ετυμολογία
ρουτινιέρης ρουτίνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρουτινιέρης
✦ αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα: ο δειλός εκείνος νέος, ο υποταγμένος δημόσιος υπάλληλος, ο ρουτινιέρης και ονειροπαρμένος (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–