ρουτίνα


ρουτίνα
Προφορά

Ετυμολογία
ρουτίνα └γαλλ┘ routine

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρουτίνα

✦ η μηχανική και στερεότυπη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων
✦ κατάσταση πλήξεως, ανίας
✦ έλλειψη πρωτοτυπίας
✦ (συν. στη γεν.) για ενέργεια που αποτελεί μέρος μιας συνήθους διαδικασίας: έλεγχος ρουτίνας επίσκεψη ρουτίνας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.