ρουσφέτι


ρουσφέτι
Προφορά

Ετυμολογία
ρουσφέτι └τουρκ┘rόsvet

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρουσφέτι

✦ χαριστική κυβερνητική παροχή σε φίλο του κρατούντος κόμματος
✦ (γεν.) οποιαδήποτε χάρη, εκδούλευση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.