ρουπάκι
Προφορά
Ετυμολογία
ρουπάκι μεσαιωνική ελληνική ρωπάκιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ῥῶπαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρουπάκι
✦ είδος βαλανιδιάς: να ‘χω και σε ψηλή κορφή καλύβα από ρουπάκια (Κ. Κρυστάλλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–